- υποφρενικός
- -ή, -ό, Νανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από το διάφραγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. sous-phrenique < sous «υπό» + phrenique (< φρην, φρενός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποδιαφραγματικός — ή, ό, Ν ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κάτω από το διάφραγμα, αλλ. υποφρενικός («υποδιαφραγματικό πλέγμα») 2. φρ. «υποδιαφραγματικό απόστημα» απόστημα που εμφανίζεται στον υποδιαφραγματικό χώρο ως κατάληξη διαπυήσεων γειτονικών οργάνων … Dictionary of Greek